τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
θεσμολογῶ, -έω (Μ)
απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λογώ (< λόγος), πρβλ. ασματο-λογώ, δευτερο-λογώ, πιθανό- λογώ].