θυρίδιο

From LSJ
Revision as of 09:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

το (Μ θυρίδιον)
μικρή θύρα
νεοελλ.
ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα του κουθουσιού
μσν.
1. η πύλη του αγίου βήματος
2. είσοδος, έμπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].