καλαμηφάγος

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμηφάγος Medium diacritics: καλαμηφάγος Low diacritics: καλαμηφάγος Capitals: ΚΑΛΑΜΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kalamēphágos Transliteration B: kalamēphagos Transliteration C: kalamifagos Beta Code: kalamhfa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A devouring reeds, i.e. cutting or trimming pens, Χάλυψ AP6.65.3 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange ou détruit le chaume, la paille.
Étymologie: καλάμη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

καλαμηφάγος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη-χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + -φάγος (< θ. φαγ- πρβλ. αόρ. -φαγ-ον του ἐσθίω), πρβλ. κρεατο-φάγος, χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

κᾰλᾰμηφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που κατατρώει τα καλάμια, δηλ. τα θερίζει, τα κόβει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμηφάγος: (φᾰ) пожирающий колосья (χάλυψ Anth.).

Middle Liddell

κᾰ˘λᾰμη-φάγος, ον φαγεῖν
devouring stalks, i.e. cutting them, Anth.