μεσήλικος

From LSJ
Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, -ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -ηλιξ(< ἧλιξ,-ικος «συνομίληκος»), πρβλ. ισ-ήλιξ, ομ-ήλιξ. Οι τ. μεσ-ήλικος και μεσ-ήλικας κατά τα αρσ. σε -ος και -ας < μεσ(ο)- + -ήλικος και -ήλικας (< ἧλιξ)].