νευρολάλος

From LSJ
Revision as of 10:15, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρολάλος Medium diacritics: νευρολάλος Low diacritics: νευρολάλος Capitals: ΝΕΥΡΟΛΑΛΟΣ
Transliteration A: neurolálos Transliteration B: neurolalos Transliteration C: nevrolalos Beta Code: neurola/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A with sounding strings, χορδή AP9.410 (Tull. Sab.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων νεῦρα ἠχοῦντα, χορδὴ Ἀνθ. Π. 9. 410.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux cordes sonores.
Étymologie: νεῦρον, λαλέω.

Greek Monolingual

νευρολάλος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί με νευρά ή σαν νευράχορδή νευρολάλος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -λάλος (< λαλῶ), πρβλ. θρηνο-λάλος.

Greek Monotonic

νευρολάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χορδές, τεντωμένα νεύρα που παράγουν ήχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νευρολάλος: (ᾰ) с говорящими волокнами, т. е. певучий (χορδή Anth.).

Middle Liddell

νευρο-λᾰ́λος, ον,
with sounding strings, Anth.