τετραπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 12:56, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραπρόσωπος Medium diacritics: τετραπρόσωπος Low diacritics: τετραπρόσωπος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: tetraprósōpos Transliteration B: tetraprosōpos Transliteration C: tetraprosopos Beta Code: tetrapro/swpos

English (LSJ)

ον, A with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.

Spanish

de cuatro caras

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. δι-πρόσωπος.

Russian (Dvoretsky)

τετραπρόσωπος: четвероликий (βωμός Plut.).