σκυλοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι
(λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν πέρα από τις Ινδίες
β) μυθικό φύλο περίεργων όντων, που από εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι και τα οποία, κατά μία ερμηνεία, αποτελούν αλληγορική εικόνα τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι φανερά προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην πραγματικότητα απεργάζονται το κακό εκείνων που τους πιστεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος.