χορτοκόπος
From LSJ
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
English (LSJ)
ον, A mowing hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a).123 (iii B. C.). 2 -κόπον, τό, scythe for mowing hay, PRyl.393v10 (ii/iii A. D.). 3 -κόπος, ὁ, mower, reaper, PGoodsp.Cair.30 xx 12 (ii A. D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1367] Gras abhauend, mähend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χορτοκόπος: -ον, ὁ κόπτων χόρτον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο / χορτοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή
νεοελλ.
εργαλείο για την κοπή χόρτου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον
χορτοκόπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.