ὀξυπόρος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπόρος Medium diacritics: ὀξυπόρος Low diacritics: οξυπόρος Capitals: ΟΞΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: oxypóros Transliteration B: oxyporos Transliteration C: oksyporos Beta Code: o)cupo/ros

English (LSJ)

ον, A with pointed mouth, ἄγγος Opp.H.2.406. II quick-passing, active, of medicines, Dsc.3.51.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπόρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ στόμα, ἄγγος Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. ΙΙ. ὁ ταχέως περῶν, δραστήριος, ἐπὶ φαρμάκων, Διοσκ. 3. 58. ― Ἐπίρρ. -ρως, ἐν ταχείᾳ πορείᾳ, Θ. Στουδ. σ. 740, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ὀξυπόρος, -ον (Α)
1. (κυρίως για αγγείο) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό στόμιο
2. (για φάρμακο) αυτός που έχει γρήγορα αποτελέσματα, που ενεργεί γρήγορα, δραστικός.
επίρρ...
ὀξυπόρως (Μ)
με ταχύτητα, με γρήγορη πορεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ακρο-πόρος.