διατονθορύζω
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
strengthd. for A τονθορύζω, φοβερόν τι D.C.73.8.
German (Pape)
[Seite 607] verstärktes simpl., D. Cass. 73, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διατονθορύζω: ἐπιτεταμ. τονθορύζω, Δίων Κ. 73. 8.
Spanish (DGE)
refunfuñar φοβερόν τι D.C.73.8.4.