χιτωνίσκιον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., IG22.1514.28.
German (Pape)
[Seite 1357] τό, dim. von χιτών, Osann syll. inscr. 1 p. 79.
Greek (Liddell-Scott)
χῐτωνίσκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 30.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α χιτωνίσκος
υποκορ. τ. του χιτωνίσκος
μσν.
μτφ. το σώμα («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον χιτωνίσκιον», Θεοφύλ. Σ.).