κορυφιστής

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστής Medium diacritics: κορυφιστής Low diacritics: κορυφιστής Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΣ
Transliteration A: koryphistḗs Transliteration B: koryphistēs Transliteration C: koryfistis Beta Code: korufisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A fillet or diadem, esp. as a woman's head-dress; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

κορυφιστής: -οῦ, ὁ, ταινία, διάδημα, ἰδίως ὡς κεφαλόδεσμος γυναικεῖος· ὡσαύτως, ὁ γῦρος τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. κεκρύφαλος· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = κορυφαία Ι, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

κορυφιστής, ὁ (Α)
1. διάδημα, ταινία της κεφαλής
2. ο γύρος του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].