καθικνούμαι
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
καθικνοῦμαι, -έομαι (Α)
(αποθ. ρ.)
1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.)
2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.)
3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», Πολ.)
4. κατακρίνω, ελέγχω, αποδοκιμάζω
5. κατέρχομαι, κατεβαίνω («καθικνεῑται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)
6. (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) «τὸ κατικόμενον
επιγρ. το κληρονομικό μερίδιο που περιέρχεται στην κατοχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].