Λέσβος

Revision as of 11:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ἡ, Lesbos, Il.24.544, Od.4.342, etc.; the seventh in magnitude of islands known to the Greeks, Alex.268.6:—hence Adv. Λεσβ-όθεν, A from Lesbos, Il.9.664; Λεσβ-όθι, at Lesbos, EM25.15:—Adj. Λέσβιος, α, ον, Sapph.92, Hdt.1.23, etc.: prov., μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, of those who are judged second best, Cratin.243; Λέσβιον κῦμα or κυμάτιον, v. κῦμα 1.3, A.Fr.78, Vitr.4.6.2; so τὸ Λέσβιον (without κ.) PCair.Zen. 445.11 (iii B.C.); Λεσβία οἰκοδομία Arist.EN1137b30; Λ. πώματος οὐκ ἔστιν ἄλλος οἶνος ἡδίων πιεῖν Alex.274, cf. Philyll.24; ἡδίων ὁ Λ. (sc. οἶνος), with a play on words, indicating a preference for Theophrastus (of Lesbos) over Eudemus (of Rhodes), Arist. ap. Gell.13.5. II Λέσβιον, τό, 1 part of a ship, ἡ δευτέρα τρόπις acc. to Poll.1.85. 2 drinking-cup, Hedyl. ap. Ath.11.486b.

Greek (Liddell-Scott)

Λέσβος: ἡ, νῆσος κατὰ τὴν δυτικὴν παραλίαν τῆς μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ., κλ.· ἡ ἑβδόμη κατὰ τὸ μέγεθος ἐκ τῶν γνωστῶν τοῖς Ἕλλησι νήσων, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 30· ― Ἐπίρρ. Λεσβόθεν, ἐκ Λέσβου, Ἰλ. Η. 664· Λεσβόθι, ἐν Λέσβῳ, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 13· ― ἐπίθετ. Λέσβιος, α, ον, ἐκ Λέσβου, Ἡρόδ., κλ.· παροιμ., μετὰ Λέσβιον ᾠδόν, ἐπὶ ἐκείνων οἵτινες θεωροῦνται δεύτεροι μετὰ τοὺς ἀρίστους, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. 2. σ. 159· Λέσβιον κῦμακυμάτιον (ἴδε ἐν λέξ. κῦμα Ι. 2), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72. 2, Βιτρούβ. 4. 6, 2· Λεσβία οἰκοδομὴ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 10, 7· ― ὁ οἶνος τῆς Λέσβου μεγάλως ἐτιμᾶτο, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 4 κἑξ. ΙΙ. Λέσβιον, τό, 1) μέρος πλοίου, ἡ δευτέρα τρόπις κατὰ τὸν Πολυδ. Α΄, 85. 2) ποτηρίου εἶδος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 31. 4, Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 486Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Lesbos (auj. Mytilini) île de la mer Égée.

English (Autenrieth)

Lesbos, the island opposite the gulf of Adramyttium, Od. 3.169, Il. 24.544 . —Λεσβόθεν, from Lesbos, Il. 9.664 . — Λεσβίς, ίδος: Lesbian woman, Il. 9.129, 271.

Greek Monotonic

Λέσβος: ἡ, νησί Λέσβος, στη δυτική παραλία της Μικράς Ασίας, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίρρ., Λεσβόθεν, από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Λέσβος: ἡ Лесбос (остров у берегов Мисии с главным городом Μυτιλήνη) Hom., Xen. etc.

Middle Liddell

Λέσβος, ἡ,
Lesbos, an island on the W. coast of Asia Minor, Hom., etc.