μελισσοκόμος

From LSJ
Revision as of 19:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοκόμος Medium diacritics: μελισσοκόμος Low diacritics: μελισσοκόμος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: melissokómos Transliteration B: melissokomos Transliteration C: melissokomos Beta Code: melissoko/mos

English (LSJ)

ον, A keeping bees, A.R.2.131, Opp.C.4.275.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen pflegend, wartend, ὁ, Bienenzüchter, Ap. Rh. 2, 131; νύμφαι, Opp. Cyn. 4, 273.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκόμος: -ον, μελισσουργός, μελισσεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος)
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηροκόμος, ιπποκόμος].