τυμβογέρων

From LSJ
Revision as of 10:10, 5 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβογέρων Medium diacritics: τυμβογέρων Low diacritics: τυμβογέρων Capitals: ΤΥΜΒΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: tymbogérōn Transliteration B: tymbogerōn Transliteration C: tymvogeron Beta Code: tumboge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ,old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11

Greek (Liddell-Scott)

τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)].