θεόμητις
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A divinely wise, δίκη Maiist.54, cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1196] göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμητις: ὁ, ἡ, θεόσοφος, Νόνν. Ἰω. 8. 43· κατὰ Σουΐδ. «θεόφρων, θεόβουλος»· θεομητέω, θεοφοροῦμαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θεόμητις, -ήτιος ἡ (Α)
αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό-μητις, λεπτό-μητις].