μιμηλάζω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
μιμηλάζω, = μιμέομαι, ἀγαθὸν κακῷ μιμηλάζω = the good imitating the bad Ph.1.557 (s. v.l.); μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα ib.610 (μιμηλίζοντες codd.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 186] = μιμέομαι, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιμηλάζω: μιμέομαι, μετὰ δοτ., Φίλων 1. 557· ἀπολ., φέρομαι ὡς μῖμος, αὐτόθι 610, ἔνθα μιμηλίζοντες· ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. μόνον μιμηλάζω.
Greek Monolingual
μιμηλάζω (Α) μιμηλός
μιμούμαι («μιμηλάζοντες καὶ παρακόπτοντες τὸ δόκιμον νόμισμα», Φίλ.).