θνατός

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνατός Medium diacritics: θνατός Low diacritics: θνατός Capitals: ΘΝΑΤΟΣ
Transliteration A: thnatós Transliteration B: thnatos Transliteration C: thnatos Beta Code: qnato/s

English (LSJ)

Doric for θνητός.


English (Slater)

θνατός (-ός, -όν, -ῶν, -οῖς(ι); -ᾶς, -αῖς; -όν nom., acc., -ά nom., acc.)
   1 mortal εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπιοι σκοποὶ ἐτίμασαν (O. 1.54) ἀνὴρ θνατὸς (O. 13.31) θναταῖς φρασὶν (P. 3.59) ἀνδράσι θνατοῖς (P. 12.22) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰὼν (μακρὸς v. l.) (N. 3.75) “τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως i. e. of Kastor, as opposed to the divinely born Polydeukes (N. 10.81) θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη (N. 11.15) καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα (N. 11.42) θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (I. 4.5) θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 15. pro subs., Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.50) τόκοςθνατῶν† (codd. contra metr.: ἀνδρῶν byz.) (O. 10.9) ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς (P. 2.32) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν (P. 3.103) “θνατῶν φρένες” (P. 4.139) λόγοισι θνατῶν (P. 6.16) οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (N. 9.47) θνατῶν φρένας (I. 2.43) Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν (I. 3.4) θνατὰ θνατοῖσι πρέπει (I. 5.16) κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν (Pae. 16.6) Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.

Greek Monolingual

θνατός, -ή, -όν (Α)
βλ. θνητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θνητός].