βαρυγούνατος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
v. βαρύγουνος, Theoc. 18.10.
German (Pape)
[Seite 433] mit schweren Knieen, langsam, träge, Theocr. 18, 10.
Spanish (DGE)
(βᾰρυγούνᾰτος) -ον pesado de rodillas, perezoso Theoc.18.10.
Russian (Dvoretsky)
βαρυγούνᾰτος: v. l. = βαρυγώνατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυγούνατος -ον βαρύς, γόνυ zwaar van knieën.