ἐπουσιώδης
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ες, A added to the essence, non-essential, Phlp. in Ph.38.26; f.l. for ἐπεισοδιώδης, Porph.Intr.21.14. II symptomatic, of fever, Alex.Aphr. Febr.31, Pall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 1011] ες, was zu dem Wesen hinzukommt, außerwesentlich, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουσιώδης: -ες, (εἶδος) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ οὐσιώδης, Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐπουσιώδης, -ες)
αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία
αρχ.
(για πυρετό) συμπτωματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)].