κατατηξίτεχνος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ῐ], ον, A enfeebling his art, epithet of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνος), prob. in Plin.HN34.92 (calatechnos, catotechnos, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).
Greek (Liddell-Scott)
κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.
Greek Monolingual
κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος, καλλίτεχνος].