ἱπποκόρυθος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ον, coined as compd. of ἵππος and κόρυς, Porph. ad Il.2.1 (v.l. ἱππο-κόρυθες as nom. pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόρυθος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πορφ. Ὁμηρ. Ζητήμ. 15.
Greek Monolingual
ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευκόρυθος, τρικόρυθος.