Ῥοδιακός

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥοδιᾰκός Medium diacritics: Ῥοδιακός Low diacritics: Ροδιακός Capitals: ΡΟΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Rhodiakós Transliteration B: Rhodiakos Transliteration C: Rodiakos Beta Code: *(rodiako/s

English (LSJ)

ή, όν, A of Rhodes, Str.2.5.14:—Ῥοδιακόν (sc. σκύφος), τό, a kind of cup made at Rhodes, Epig.5, Diph.5, IG11(2).110.21, 27 (Delos, iii B.C.), etc.; also called Ῥοδιακὴ χυτρίς, Arist.Fr.110; Ῥοδιακή alone, IG11(2).110, al. (Delos, iii B.C.), 7.3498.6 (Orop.); and Ῥοδιάς, άδος, ἡ, Ath.11.496e, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥοδιακός: -ή, -όν, ὁ ἐκ Ρόδου, Στράβ. 119 ὡσαύτως Ῥοδιανός, ή, όν, Διοσκ. 3. 101· ― Ῥοδιακὸν (ἐξυπακ. σκύφος), τό, εἶδος ποτηρίου ἐν Ρόδῳ κατασκευαζόμενον, Ἐπιγένης ἐν «Ἡρωίνῃ» 2, Δίφιλος ἐν «Αἰρησιτείχει» 1, κτλ.· ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο καὶ Ῥοδιακὴ χυτρίς, Ἀριστ. Ἀποσπ. 105, πρβλ. Κωμ. Ἀποσπ. 4. 544· καὶ Ῥοδιάς, -άδος, ἡ, Ἀθήν. 496F, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Rhodes, rhodien.
Étymologie: Ῥόδος.

Greek Monotonic

Ῥοδιακός: -ή, -όν (Ῥόδος), Ρόδιος, Ροδίτης, αυτός που προέρχεται από τη Ρόδο, σε Στράβ.· επίσης, Ῥόδιος, , -ον (Ῥόδος), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

Ῥοδιακός: Arst. = Ῥόδιος I.

Middle Liddell

Ῥοδιακός, ή, όν Ῥόδος
Rhodian, of Rhodes, Strab.: —also Ῥόδιος, η, ον, Il., Xen.