θυμιατήριο

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το
(ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) θυμιώ
σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι
νεοελλ.
σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση του εικονοστασίου τών σπιτιών
αρχ.
1. δοχείο για κάπνισμα
2. ονομασία του αστερισμού Βωμός.