ἀνακλισμός
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ὁ, A back of a chair or couch, Hp.Art.7, Erot. s.v. ἕδος.
German (Pape)
[Seite 192] ὁ, dasselbe, Hippocr., auch der Lehnstuhl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλισμός: ὁ, τὸ ὀπίσθιον στήριγμα, τὸ ἐρεισίνωτον καθίσματος ἢ ἀνακλίντρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ respaldo Hp.Art.7, Erot.24.13.
Greek Monolingual
ἀνακλισμός, ο (Α) ἀνακλίνω
το πίσω στήριγμα καθίσματος, πλάτη, ράχη.