ἀλόχευτος
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον, A born not in the natural way, of Athena, Coluth. 183. 2 unborn, Nonn.D.8.27. II without birth-pangs, αὖλαξ κόσμου ib.24.269, cf.41.53.
German (Pape)
[Seite 109] ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόχευτος: -ον, ὁ ἄνευ λοχείας τεχθείς, περὶ Ἀθηνᾶς, Κόλουθ. 180. ΙΙ. ἄνευ ὠδίνων τοκετοῦ, παρθένος, Νόνν. Δ. 41, 53.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1no nacido de parto, no parido de Atenea, Colluth.182, de Dioniso ἀλόχευτε Βρόμιε AJP 69.29.6 (Dura Europos)
•de Dios no engendrado Synes.Hymn.9.54, de Cristo antes de la encarnación, Gr.Naz.M.37.1571A.
2 no parido todavía, en el vientre de la madre πάις Nonn.D.8.27.
3 pariente no por la sangre de San Juan en rel. c. la Virgen, Nonn.Par.Eu.Io.19.27.
II 1que no pare, estéril αὖλαξ κόσμου Nonn.D.24.269.
2 que engendra sin necesidad de parto Φύσις Nonn.D.41.53.
III sin dolores de parto del nacimiento de Cristo, Thdt.M.80.445B.
Greek Monolingual
ἀλόχευτος, -ον (Μ) (λοχεύω)
1. αυτός που γεννήθηκε δίχως λοχεία, με τρόπο δηλ. μη φυσικό (ως επίθ. του Χριστού, αλλά και της θεάς Αθηνάς)
2. αυτός που δεν γεννήθηκε ακόμη, αγέννητος
3. αυτή που δεν έχει υποστεί τις ωδίνες του τοκετού, παρθένος.