επιφωνώ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
(AM ἐπιφωνῶ, -έω)
φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες
σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)
μσν.
1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω
2. προσφωνώ
3. διατάζω
4. μέσ. ἐπιφωνοῦμαι
α) συμβουλεύω, προτρέπω
β) παραγγέλνω, διατάζω
γ) γνωστοποιώ
αρχ.-μσν.
μιλώ, λέω
αρχ.
1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)
2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεται
τοῖς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)
3. προσθέτω τίτλο
4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)
5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].