ηιών
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
ἠϊών και ᾐών, δωρ. τ. ἀϊών και ᾀών, -όνος, ἡ (Α)
1. ακτή, όχθη της θάλασσας, παραλία, ακρογιαλιά
2. (μετά τον Ομ., στον πληθ.) αἱ ἠϊόνες
ακτές λίμνης, όχθες ποταμού κ.λπ.
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν διὰ τὸ φέρεσθαι κατ' αὐτῶν τἀ δάκρυα»
4. (κατά τον Πολυδ.) «ἠϊών
πᾱσα ἡ τῶν ὀφθαλμῶν περιγραφή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά τα τοπωνύμια σε -ών (πρβλ. Σικυών), ο δωρ. τ. āϊών οδήγησε ορισμένους στην υποθετική σύνδεση με το αία «γη». Πιθανό παράγωγό του το ηϊόεις].