τετραγονία

From LSJ
Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραγονία Medium diacritics: τετραγονία Low diacritics: τετραγονία Capitals: ΤΕΤΡΑΓΟΝΙΑ
Transliteration A: tetragonía Transliteration B: tetragonia Transliteration C: tetragonia Beta Code: tetragoni/a

English (LSJ)

ἡ, A a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5; εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγονία: ἡ, τέσσαρες γενεαί, τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν οὐδὲ διηγήσατο Ἀριστείδ. 1. 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ.
β. «εὐγενεῑς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκα-γονία].