κασαυρεῖον
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
τό, A brothel, Hsch. (pl.), prob. for κασαυρίοισι in Ar. Eq.1285; cf. κασώριον.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, u. κασαύριον, = κασάλβιον, Ar. Equ. 1282, s. κασώριον.
Greek Monolingual
κασαυρεῑον και κασαύριον και κασώριον, τὸ (Α)
πορνείο, χαμαιτυπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασαύρα + κατάλ. -εῖον (πρβλ. πορνείον, κυλικείον, μεταλλείον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κασαυρεῖον, -ου, τό [κασαύρα: hoer, slet] bordeel, hoerenkast.