ἀρχειοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 08:37, 4 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχειοφύλαξ Medium diacritics: ἀρχειοφύλαξ Low diacritics: αρχειοφύλαξ Capitals: ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: archeiophýlax Transliteration B: archeiophylax Transliteration C: archeiofylaks Beta Code: a)rxeiofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, keeper of archives, = Lat. censualis, Lyd. Mag.2.30 (ἀρχαιοφύλαξ codd.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀρχειοφύλαξ [-φύλακος])
ο υπάλληλος που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση και φύλαξη των αρχείων κάποιας δημόσιας αρχής.