μοῦστος

Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A mustum, new wine, PStrassb.1.7 (v A. D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μοῦστος: ὁ, Λατ. mustum, ὡς καὶ νῦν, γλεῦκος, Γεωπον. 9, 20, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moût.
Étymologie: DELG emprunt très tardif au lat. mustum.

Greek Monolingual

ο (Μ μοῡστος)
ο χυμός τών σταφυλιών ο οποίος δεν έχει υποστεί ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vinum mustum «νέο κρασί», τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ., αρχ. άνω γερμ. most)].