ριπή
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek Monolingual
η / ῥιπή, ΝΜΑ
φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» — ακαριαία, σε μια στιγμή
νεοελλ.
1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση της σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση της σκανδάλης («βολή κατά ριπάς»)
2. ομαδική βολή πυροβόλων όπλων («ριπή πυροβολαρχίας»)
3. πνοή ανέμου («ριπές θαλάσσιας αύρας»)
4. (μετεωρ.) φρ. «ριπή ανέμου» — αιφνίδιος, σφοδρός, μικρής διάρκειας άνεμος, που δείχνει απότομη, σχεδόν στιγμιαία, αύξηση της βαρομετρικής πίεσης
αρχ.
1. ορμή, φορά, δύναμη με την οποία φέρεται ένα πράγμα που πέφτει ή εξακοντίζεται (α. «ῥιπὴ Διόθεν τεύχουσα φόβον», Αισχύλ.
β. «βελέων ῥιπή», Πίνδ.
γ. «ὅσση δ' αἰγανέης ῥιπὴ τέτυκται», Ομ. Ιλ.)
2. γρήγορη κίνηση και ο ήχος που παράγεται από αυτήν (α. «πτερύγων ῥιπαῑς ὑποσυρίζει», Αισχύλ.
β. «ποδῶν ῥιπᾷ», Ευρ.)
3. ισχυρή, έντονη οσμή («ῥιπή οἴνου», Πίνδ.)
4. φρ. «ῥιπὴ Ἀφροδίτης» — η ορμή του έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥιπ- του ῥίπτω + κατάλ. -ή].