χαλκισμός

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκισμός Medium diacritics: χαλκισμός Low diacritics: χαλκισμός Capitals: ΧΑΛΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: chalkismós Transliteration B: chalkismos Transliteration C: chalkismos Beta Code: xalkismo/s

English (LSJ)

ὁ, A game played by spinning a copper coin, which was stopped by the finger before it fell, Poll.9.118, Eust.986.41, 1409.18.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, ein Spiel mit einer Kupfermünze, die man drehte und vor dem Niederfallen mit ausgestrecktem Finger anhielt; vgl. χαλκίνδα; Poll. 7, 206. 9, 118 u. Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκισμός: ὁ, παιδιά τις ἣν περιγράφει ὁ Πολυδεύκης ὡς ἑξῆς: «ὁ μὲν χαλκισμός, ὀρθὸν νόμισμα ἔδει συντόνως περιστρέψαντας ἐπιστρεφόμενον ἐπιστῆσαι τῷ δακτύλῳ» Πολυδ. Θ΄, 118· «ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῦ νομίσματος... σύντονος περιδίνησις, μεθ’ ἣν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα... πρὶν ἢ καταπεσεῖν· καὶ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής» Εὐστ. 986. 41., 1409. 18· πρβλ. χαλκίζω ΙΙ, χαλκίνδα.

Greek Monolingual

ὁ, Α χαλκίζω
είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ' ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν
καὶ ὁ τοῦτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν καὶ ἦν νικητής», Ευστ.).