χρειώ
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
A v. χρεώ.
German (Pape)
[Seite 1370] οῦς, ἡ, ep. = χρεώ, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
χρειώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ χρεώ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 333.
French (Bailly abrégé)
όος-οῦς (ἡ) :
v. χρέω.
English (Autenrieth)
see χρεώ.
Greek Monolingual
(I)
-όος και -οῡς, ἡ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρεώ.
(II)
-όω, Α χρεία
1. είμαι αναγκαίος για κάτι
2. απρόσ. χρειοῑ
είναι ανάγκη.
Greek Monotonic
χρειώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, Επικ. αντί χρεώ.
Russian (Dvoretsky)
χρειώ: οῦς ἡ эп. = χρεώ.