ἐποποῖ

From LSJ
Revision as of 08:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποποῖ Medium diacritics: ἐποποῖ Low diacritics: εποποί Capitals: ΕΠΟΠΟΙ
Transliteration A: epopoî Transliteration B: epopoi Transliteration C: epopoi Beta Code: e)popoi=

English (LSJ)

a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.Av.58.

German (Pape)

[Seite 1008] (ἔποψ), Ruf des Wiedehopfs, Ar. Av. 227, nach dem Schol. ἐποποί zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποποῖ: κραυγὴ κατ’ ἀπομίμησιν τῆς φωνῆς τοῦ ἔποπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 58.

French (Bailly abrégé)

interj.
cri de la huppe.
Étymologie: ἔποψ.

Greek Monolingual

ἐποποῑ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῖν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐποποῖ: κραυγή κατ' απομίμηση της φωνής του τσαλαπετεινού (ἔποψ), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐποποῖ: ἔποψ interj. подражание крику удода Arph.

Middle Liddell


a cry to mimic that of the hoopoe (ἔποψ), Ar.