δυσάλυκτος
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A hard to escape, Nic.Al.251, 537, LXX Wi.17.17, Man.3.247.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu vermeiden, Nic. Al. 251. 550 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλυκτος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀποφεύγει τις, Νίκ. Ἀλ. 251, 550.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de evitar, de difícil escapatoria, ἀνάγκη LXX Sap.17.16, πενίη Man.3.247, τόκος Apoll.Met.Ps.14.11
•difícil de aliviar, agobiante δυσάλυκτον ἐκούφισες ἄλγος ἁπάντων SEG 30.1477 (Hadrianópolis).
2 fatal, incurable ποτὸν δυσάλυκτον ... φαρμακίδος σαύρης πανακηδέος Nic.Al.537, περὶ χείλη δευομένου δ. ἰάπτεται ... κνηθμός Nic.Al.251
•ineludible, ineluctable Ἀΐδης GVI 1729.9 (Cos II/I a.C.), Μοῖρα IPerinthos 216.3 (II d.C.), cf. S.OC argumen.3.14.
Greek Monolingual
δυσάλυκτος, -ον (AM)
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα ξεφεύγει κανείς
2. τυραννικός.