ἐμβίωσις

From LSJ
Revision as of 01:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐωσις Medium diacritics: ἐμβίωσις Low diacritics: εμβίωσις Capitals: ΕΜΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: embíōsis Transliteration B: embiōsis Transliteration C: emviosis Beta Code: e)mbi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A maintenance of life, LXXSi.38.14. 2 way of living, ib.3 Ma.3.23. II taking root, Plu.2.640d.

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.

Greek Monolingual

ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβίωσις: εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.