συρίσδω
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
v. συρίζω, συρίσκος, σύρισσος, ὁ, v. ὑριχός.
German (Pape)
[Seite 1040] dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σῡρίσδω: Δωρ. ἀντὶ συρίζω, Θεόκρ. 1. 3, κτλ.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι).
Greek Monotonic
σῡρίσδω: Δωρ. αντί συρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῡρίσδω Dor. voor σῡρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίσδω: дор. = συρίζω I.