μόριος

From LSJ
Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριος Medium diacritics: μόριος Low diacritics: μόριος Capitals: ΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: mórios Transliteration B: morios Transliteration C: morios Beta Code: mo/rios

English (LSJ)

α, ον, A of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).

German (Pape)

[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.

Greek (Liddell-Scott)

μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.

Greek Monolingual

(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.
(II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφήμορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».

Greek Monotonic

μόριος: -α, -ον,
I. = μόρσιμος, σε Ανθ.
II. βλ. μορίαι.

Russian (Dvoretsky)

μόριος: Anth. = μόρσιμος.

Middle Liddell

μόριος, η, ον
I. = μόρσιμος, anth.
II. v. μορίαι.