Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραύρος

From LSJ
Revision as of 06:30, 2 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

κραῡρος, -α, -ον, θηλ. και -ος (AM)
1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.)
2. εύθραυστος, εύθρυπτος
3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῖον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῖ καὶ τὴν τῶν ἐρεισμάτων μὴ κραῡρον εἶναι, ἀλλὰ μαλακωτέραν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ κραῡρος και ἡ κραῡρα
α) εμπύρετη ασθένεια τών βοδιών και τών χοίρων
β) το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ασθένεια τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].