κατακόσμησις
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
εως, ἡ, A arrangement, ib.271e; order, Id.Ti.47d. 2 adornment, ναῶν Andronic.Rhod.p.572M. 3 metaph., πλάσις καὶ κ., of an assumed demeanour, Plu.2.712d.
German (Pape)
[Seite 1355] ἡ, das Ordnen, in die gehörige Ordnung Stellen, Plat. Polit. 271 e u. Sp., wie Plut. Symp. 7, 8, 3, Schmuck.
Greek (Liddell-Scott)
κατακόσμησις: -εως, τακτοποίησις, Πλάτ. Πολιτικ. 271Ε, Τίμ. 47D. 2) κόσμησις, τὸ στολίζειν, Πλούτ. 2. 712D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
parure.
Étymologie: κατακοσμέω.
Russian (Dvoretsky)
κατακόσμησις: εως ἡ
1) приведение в порядок, устроение, устройство Plat.;
2) украшение Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κόσμησις -εως, ἡ [κατακοσμέω] ordening.