μυρμηκία
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fourmilière;
2 αἱ μυρμηκίαι, trilles, roulades de chanteur.
Étymologie: μύρμηξ.
Greek Monolingual
η
ιατρ. καλοήθης όγκος της επιδερμίδας που προκαλείται από ιό, εντοπίζεται συνήθως στο άκρο χέρι, στα δάχτυλα τών χεριών, γύρω ή κάτω από τα νύχια και μερικές φορές στο πρόσωπο και είναι μολυσματική πάθηση, κν. μυρμηγκιά και μυρμηκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυρμηγκιά].
Russian (Dvoretsky)
μυρμηκία: или μυρμηκιά ἡ
1) муравейник Hes., Aesch.;
2) pl. муз. трели, рулады, фиоритуры Plut.