ὀστρακόω
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
A turn into potsherds, dash to pieces:—Pass., to be dashed in pieces, A.Fr.180.4. II make the skin hard like shell, ὀ. τὸ δέρμα Arist.Pr.869b25:—Pass., become covered with a hard shell, Lyc.89; so of bread baked to a crust, Gal.14.50. III pave with concrete (cf. ὀστρακοκονία), IG22.463.82 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 400] 1) zu Scherben machen, in Scherben zertrümmern, Aesch. frg. 15, im pass., ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη. – 2) irdene Waaren hart brennen, Sp., übh. hart machen, Arist. probl. 2, 32. – Pass. auch eine harte Schaale bekommen, sich damit bedecken, Lycophr. 88.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκόω: μεταβάλλω εἰς συντρίμματα κεράμου, συντρίβω εἰς τεμάχια, ἐπὶ οὐράνης, δηλ. οὐροδόχου πηλίνου ἀγγείου. ― Παθ., συντρίβομαι εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179. ΙΙ. κάμνω τὸ δέρμα σκληρὸν ὡς ὄστρακον, ὀστρ. τὸ δέρμα Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 1. ― Παθ., καλύπτομαι διὰ σκληροῦ περιβλήματος, Λυκόφρ. 88. ΙΙΙ. στρωννύω δι’ ὀστρακοκονίας (ὃ πρβλ.), Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Müller de Munim. Ath. σ. 38.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρᾰκόω:
1) разбивать в черепки Aesch.;
2) делать твердым, жестким (τὸ δέρμα Arst.).