διαγνώμη

From LSJ
Revision as of 09:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμη Medium diacritics: διαγνώμη Low diacritics: διαγνώμη Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΗ
Transliteration A: diagnṓmē Transliteration B: diagnōmē Transliteration C: diagnomi Beta Code: diagnw/mh

English (LSJ)

ἡ, A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.

Greek Monotonic

διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαγνώμη:
1) рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);
2) постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.

Middle Liddell

διαγνώμη, ἡ, διαγιγνώσκω
a decree, resolution, Thuc.

English (Woodhouse)

decree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)