ἀβλάβεια

Revision as of 10:05, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ἡ, A freedom from harm, σαρκός Plu.2.1090b; for A.Ag. 1024 v. εὐλάβεια. II Act., harmlessness, Cic. Tusc.3.8.16.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, 1) Unversehrtheit, σαρκός Plut. Non Posse 5. – 2) Unschädlichkeit, Unschuld, Cic. Tusc. 3, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβλάβεια: ἡ, ἔλλειψις βλάβης, ἀκεραιότης, Λατ. incolumitas· Πλουτ. 2. 1090Β. Περὶ τοῦ χωρίου Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 1024, ὅρα λέξ. εὐλάβεια. ΙΙ. ἐνεργ. τὸ μὴ βλάπτειν, Λατ. innocentia, Κικ. Τουσκ. 3. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 innocuité;
2 absence de dommage ou de danger, tranquillité.
Étymologie: ἀβλαβής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰβλᾰβ-]
I 1precaución, cautela Ζεὺς κατένευσεν ἐπ' ἀβλαβείᾳ Zeus, por precaución, se negó A.A.1024.
2 ausencia de daño, seguridad σαρκός Plu.2.1090b, cf. TAM 5.426 (III d.C.).
3 inocuidad, inocencia Cic.Tusc.3.8.16.
II acuerdo, contrato Hsch.; v. tb. ἀβλαβία.

Greek Monotonic

ἀβλάβεια: ἡ,
I. έλλειψη βλάβης, ακεραιότητα, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., η μη πρόκληση βλάβης, Λατ. innocentia, σε Κικ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβλάβεια: ион. ἀβλαβίη
1) невредимость, целость: ἀ. σαρχός Plut. физическое здоровье;
2) безвредность, невинность: ἐπ᾽ ἀβλαβίῃσι νόοιο HH не кривя душой, без задних мыслей.

Middle Liddell


I. freedom from harm, Plut.
II. act. harmlessness, Lat. innocentia, Cic.