χρυσοκόμη

From LSJ
Revision as of 15:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκόμη Medium diacritics: χρυσοκόμη Low diacritics: χρυσοκόμη Capitals: ΧΡΥΣΟΚΟΜΗ
Transliteration A: chrysokómē Transliteration B: chrysokomē Transliteration C: chrysokomi Beta Code: xrusoko/mh

English (LSJ)

ἡ, A immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασ-κόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμη: ἡ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst.