βραχυλόγος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
German (Pape)
[Seite 462] kurz sprechend, sich kurz ausdrückend, Λακεδαίμων Plat. Legg. I, 641 e. – Comparat. Plat. Gorg. 449 c u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠλόγος: -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.
Greek Monotonic
βρᾰχῠλόγος: -ον (λέγω), σύντομος στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυλόγος: кратко выражающийся, сжатый в речах, немногословный Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχυλόγος -ον βραχύς, λόγος beknopt.