κακοδοξέω
From LSJ
περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
English (LSJ)
A to be in ill repute, X.Mem.1.7.2, Muson.Fr.9p.47H., Sch.E.Andr.777.
German (Pape)
[Seite 1299] in schlechtem Rufe stehen, Xen. Mem. 3, 6, 17.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδοξέω: ἔχω κακὴν φήμην, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2., 3. 6, 17. 2) = κακόδοξός εἰμι, Ἀθαν. Ι. 220Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.
Greek Monotonic
κᾰκοδοξέω: έχω κακή φήμη, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοδοξέω [κακόδοξος] een slechte reputatie hebben.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδοξέω: иметь дурную славу, быть на плохом счету (οἱ κακοδοξοῦντες καὶ καταφρονούμενοι Xen.).
Middle Liddell
κᾰκοδοξέω,
to be in bad repute, Xen.